τύμβε

τύμβε
τύμβος
sepulchral mound
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τύμβ' — τύμβε , τύμβος sepulchral mound masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόφοιτος — νεόφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου 2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου 3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φοιτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”